οδική κυκλοφορία

οδική κυκλοφορία
патен  cообраќаj

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • οδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις οδούς, στους δρόμους (α. «οδική κυκλοφορία» η διακίνηση ανθρώπων και οχημάτων που γίνεται στις διάφορες οδούς κυκλοφορίας β. «κώδικας οδικής κυκλοφορίας» νομοθετική ρύθμιση τής κυκλοφορίας πεζών και… …   Dictionary of Greek

  • σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… …   Dictionary of Greek

  • φρακάρω — Ν (αμτβ.) 1. (για μηχάνημα, πόρτα, οδική κυκλοφορία) υφίσταμαι αναγκαστική ακινητοποίηση λόγω πρόσπτωσης σε εμπόδιο ή λόγω μεγάλης συρροής πλήθους 2. φρ. «φρακάρει το μυαλό μου» μτφ. ανακόπτεται προσωρινά ο ρους τής σκέψης μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται …   Dictionary of Greek

  • οδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις οδούς ή αποτελείται από οδούς: Οδικό δίκτυο. – Οδική κυκλοφορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανισόπεδη διάβαση — Οδική ή σιδηροδρομική γέφυρα που περνά από άλλο δρόμο σε χαμηλότερη στάθμη. Η κατασκευή αυτού του είδους έργων είναι αναγκαία όταν οι δύο δρόμοι βρίσκονται σε διαφορετική στάθμη, από φυσικούς λόγους. Συχνά όμως η διαφορά ύψους δημιουργείται… …   Dictionary of Greek

  • Λευκό Όρος — (γαλλ. Mont Blanc, ιταλ. Monte Bianco). Ορεινός όγκος των δυτικών Άλπεων ο οποίος καταλήγει στην ομώνυμη ψηλότερη κορυφή της ευρωπαϊκής ηπείρου (4.807 μ.), μετά την κορυφή Ελμπρούζ του Καυκάσου. Εκτείνεται στα σύνορα Ιταλίας, Γαλλίας και Ελβετίας …   Dictionary of Greek

  • σηματοδότηση — η, Ν [σηματοδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σηματοδοτώ, η με ποικίλα σήματα μετάδοση πληροφοριών ορισμένου είδους σε ορισμένη απόσταση 2. η τοποθέτηση ή διάταξη σημάτων και σηματοδοτών σε σιδηροδρομική γραμμή, οδική αρτηρία, πλωτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”